- φυσαλλίδα
- η / φυσαλλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Ασφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)νεοελλ.1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση τής επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, τής τάξης τού ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικώναρχ.1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῡται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)2. πνευστό μουσικό όργανο3. βοτ. ονομασία φυτού4. χάπι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυ-αλλίς, συκ-αλ[λ]ίς, τρωξ-αλλίς)].
Dictionary of Greek. 2013.